ανακοχλάζω

ανακοχλάζω
αμετ. бурлить, клокотать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανακοχλάζω" в других словарях:

  • ανακοχλάζω — 1. βράζω με δύναμη, κοχλάζω 2. αναβράζω ψυχικά, συνταράσσομαι από βρασμό ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλάζω. ΠΑΡ. ανακόχλαση, ανακοχλασμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Σπυρ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ανακοχλάζω — ασα, βράζω με δύναμη: Αρκετή ώρα το νερό στο καζάνι ανακοχλάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακοχλασμός — ο [ανακοχλάζω] η ανακόχλαση …   Dictionary of Greek

  • ανακόχλαση — η [ανακοχλάζω] 1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός 2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός …   Dictionary of Greek

  • αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»